- καινουργώ
- και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, -έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός]1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)νεοελλ.-μσν.επαναλαμβάνω, ξαναθυμίζω, ξαναλέω κάτιαρχ.1. νεωτερίζω, επιφέρω κάποια μεταβολή2. (φρ. α) «καινουργῶ λόγον» — μιλώ με ασυνήθιστα, παράδοξα λόγιαβ) (η μτχ. ενεστ. ουδ. στον πληθ.) τὰ καινουργούμενακάθε επιχείρηση για μεταβολή ή αλλοίωση κάποιου παλαιού.
Dictionary of Greek. 2013.